- νοτι(ο)ανατολικός
- -ή, -όαυτός που είναι γυρισμένος ή που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα ανάμεσα στην Ανατολή και το Νότο ή που προέρχεται από το σημείο αυτό, αλλ. ανατολικομεσημβρινός: Νοτι(ο)ανατολική Ευρώπη. – Νοτι(ο)ανατολικός άνεμος (αλλ. σιρόκος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.